- αεροπορώ
- ἀεροπορῶ (-έω) (Α) [αεροπόρος]προχωρώ διά μέσου τού αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… … Dictionary of Greek